συνοδηγός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /si.no.ðiˈɣos/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συνοδηγός αρσενικό ή θηλυκό
- (γενικότερα) επιβάτης οχήματος που αναλαμβάνει την οδήγηση εφόσον χρειαστεί, ο οποίος κατά κανόνα κάθεται στη διπλανή θέση από εκείνη του οδηγού
- (κατ’ επέκταση) κάθε επιβάτης που κάθεται σε αυτήν τη θέση («του συνοδηγού»)
- (ειδικότερα) βοηθός οδηγού αυτοκινήτου αγώνων, που τον ενημερώνει για την πορεία και τον προειδοποιεί για ό,τι βρίσκεται μπροστά (στροφές, εμπόδια κ.λπ.)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνοδηγός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ συνοδηγός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συν- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)