συνουσιάζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συνουσιάζομαι < αρχαία ελληνική συνουσιάζω < συνουσία < συνοῦσα < σύνειμι < σύν + εἰμί

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /si.nu.siˈa.zo.me/

συνουσιάζομαι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]