συνταγογράφηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνταγογράφηση | οι | συνταγογραφήσεις |
γενική | της | συνταγογράφησης* | των | συνταγογραφήσεων |
αιτιατική | τη | συνταγογράφηση | τις | συνταγογραφήσεις |
κλητική | συνταγογράφηση | συνταγογραφήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνταγογραφήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνταγογράφηση < συνταγογραφώ + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συνταγογράφηση θηλυκό
- η συγγραφή ιατρικών συνταγών
- Σας ενημερώνουμε ότι από την Τετάρτη 19/3/2014 το απόγευμα, επιτρέπεται η συνταγογράφηση των δραστικών ουσιών που περιλαμβάνονται στα πρωτόκολλα της Οστεοπόρωσης και της Δυσλιπιδαιμίας μόνο εντός του αντίστοιχου θεραπευτικού πρωτοκόλλου. (*)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- υπερσυνταγογράφηση
- → δείτε τις λέξεις συνταγογραφώ, τάσσω και γράφω
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνταγογράφηση