συνταγούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνταγούλα | οι | συνταγούλες |
γενική | της | συνταγούλας | — | |
αιτιατική | τη | συνταγούλα | τις | συνταγούλες |
κλητική | συνταγούλα | συνταγούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνταγούλα < συνταγή + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συνταγούλα θηλυκό
- υποκοριστικό του συνταγή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε συνταγή
συνταγούλα
|