συνταξιδεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συνταξιδεύω < συν- + ταξιδεύω. Διαφορετική η μεσαιωνική λέξη συνταξιδεύω (συμμετέχω σε εκστρατεία)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sin.da.ksiˈðe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐ντα‐ξι‐δεύ‐ω
παλιότερος συλλαβισμός: συν‐τα‐ξι‐δεύ‐ω

συνταξιδεύω, αόρ.: συνταξίδεψα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]