συνταξιοδότηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνταξιοδότηση οι συνταξιοδοτήσεις
      γενική της συνταξιοδότησης* των συνταξιοδοτήσεων
    αιτιατική τη συνταξιοδότηση τις συνταξιοδοτήσεις
     κλητική συνταξιοδότηση συνταξιοδοτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνταξιοδοτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνταξιοδότηση (μαρτυρείται από το 1849)[1] < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα συνταξιοδότησις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συνταξιοδότηση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 964, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

Πηγές[επεξεργασία]