συντεταγμένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συντεταγμένα < συντεταγμέν(ος) + -α
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /sin.de.taɣˈme.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐ντε‐ταγ‐μέ‐να
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐τε‐τα‐γμέ‐να
Επίρρημα
[επεξεργασία]συντεταγμένα
- με τάξη, όχι άτακτα, με στυντεταγμένο τρόπο
- ↪ Οι διαδηλωτές αποχώρησαν συντεταγμένα.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις συντάσσω και τεταγμένος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]συντεταγμένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (συντεταγμένο) του συντεταγμένος
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]συντεταγμένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (συντεταγμένον) του συντεταγμένος