συντηρητικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
συντηρητικά: πληθυντικός αριθμός του συντηρητικό < ουδέτερο του συντηρητικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συντηρητικά ουδέτερο στον πληθυντικό

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
συντηρητικά < συντηρητικ(ός) +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

συντηρητικά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 3

[επεξεργασία]
συντηρητικά: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

συντηρητικά