συντροφιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συντροφιάζω < συντροφιά + -άζω

συντροφιάζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]