συνωθώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συνωθώ < αρχαία ελληνική συνωθέω < ὠθέω / ὠθῶ

συνωθώ (παθητική φωνή: συνωθούμαι)

  1. σπρώχνω
  2. συμπιέζω
  3. στριμώχνω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]