συνωμοτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συνωμοτώ < συνωμότης

συνωμοτώ, πρτ.: συνωμοτούσα, στ.μέλλ.: θα συνωμοτήσω, αόρ.: συνωμότησα

  • συμμετέχω ή οργανώνω μια συνωμοσία, σχεδιάζω κάτι μυστικά μαζί με άλλους

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]