συνωρίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | συνωρίς | αἱ | συνωρίδες |
γενική | τῆς | συνωρίδος | τῶν | συνωρίδων |
δοτική | τῇ | συνωρίδῐ | ταῖς | συνωρίσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | συνωρίδᾰ | τὰς | συνωρίδᾰς |
κλητική ὦ! | συνωρίς* | συνωρίδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συνωρίδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συνωρίδοιν | ||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνωρίς < συνήορος / συνόορος με συναίρεση -οο- > -ω- + -ίς < συναείρω < συν- + ἀορ-, μεταπτωτική βαθμίδα του ἀείρω (συνδέω) [1] / αἴρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂uer-
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συνωρίς θηλυκό
- η συνωρίδα
- ζεύγος αλόγων
- (συνεκδοχικά) άρμα
- (κατ’ επέκταση) ζεύγος, ζευγάρι
- καθετί που συνδέει, σύνδεσμος
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- (καθαρεύουσα) συνωρίς: η συνωρίδα
- ※ Μίαν ὥραν ὕστερον κατῆλθε διὰ τοῦ λιθοστρώτου, ἡ πρώτη συνωρὶς τῶν ᾀδόντων παιδίων, ὁ Νάσος καὶ ὁ Ἀγγελής. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Της κοκόνας το σπίτι)
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- συνωρίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συνωρίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πατρίς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πατρίς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίς (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συν- (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)