συριζαίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συριζαίος αρσενικό
- (πολιτική) οπαδός, υποστηρικτής ή βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ
- ※ Τώρα ο πρασινοφρουρός μου 'γινε Συριζαίος και βρίζει τα λαμόγια του Πασόκ (Θωμάς Ψύρρας, Θα βοσκήσω το μαύρο, εκδ. Μεταίχμιο, 2017 [1])
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συριζαίος
|