συρμή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συρμή οι συρμές
      γενική της συρμής των συρμών
    αιτιατική τη συρμή τις συρμές
     κλητική συρμή συρμές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συρμή < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή συρμή

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /siɾˈmi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συρ‐μή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συρμή θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συρμή αἱ συρμαί
      γενική τῆς συρμῆς τῶν συρμῶν
      δοτική τῇ συρμ ταῖς συρμαῖς
    αιτιατική τὴν συρμήν τὰς συρμᾱ́ς
     κλητική ! συρμή συρμαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συρμᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  συρμαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συρμή θηλυκό