συρματοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συρματοποίηση | οι | συρματοποιήσεις |
γενική | της | συρματοποίησης* | των | συρματοποιήσεων |
αιτιατική | τη | συρματοποίηση | τις | συρματοποιήσεις |
κλητική | συρματοποίηση | συρματοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συρματοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συρματοποίηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συρματοποίηση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συρματοποίηση
|