συσκευή χειρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]συσκευή χειρός (en)
- συσκευή αρκετά μικρή και ελαφριά, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί κρατώντας την στην παλάμη, στο χέρι ή το πολύ στα δύο χέρια
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ «χειρός», «χειρόφερτος» από αναζήτηση «hand-held» και «handheld» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.