συσκευασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συσκευασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συσκευάζω
Μετοχή
[επεξεργασία]συσκευασμένος
- πακεταρισμένος, τοποθετημένος σε μια συσκευασία για πώληση, αποστολή, μεταφορά
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ δείτε τη λέξη συσκευάζω