συσπειρωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συσπειρωτικός < συσπειρώνω + -τικός
Επίθετο
[επεξεργασία]συσπειρωτικός
- που έχει σχέση με συσπείρωση, αναφέρεται ή συντελεί σ’ αυτή
Συγγενικά
[επεξεργασία]- συσπειρωτικά
- → δείτε τις λέξεις συσπειρώνω και σπείρα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συσπειρωτικός
|