συσσωματώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συσσωματώνω < συν + σώμα

συσσωματώνω

  • Ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα σε ένα σώμα, σε μία μάζα //(μετ.) ενώνω ανθρώπους σε στενή συνεργασία για κάτι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]