συσσωρευτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συσσωρευτής αρσενικό
- (μηχανολογία): οποιαδήποτε συσκευή που αποταμιεύει ενέργεια, όπως π.χ. ηλεκτρική, χημική, θερμική ενέργεια, προκειμένου να την αποδώσει αργότερα. λαμβάνοντας ανάλογα επιπρόσθετο χαρακτηρισμό ή σύνθετη ονομασία
- (ηλεκτροτεχνία) συνηθισμένη ονομασία για τον ηλεκτροσυσσωρευτή, κοινώς μπαταρία.
- (πληροφορική) ονομασία καταχωρητή που βρίσκεται στην κεντρική μονάδα επεξεργασίας των περισσότερων επεξεργαστών και χρησιμοποιείται σαν κύριο αποθηκευτικό μέσο για προσωρινές μεταφορές στις εντολές μίας πράξης
Σύνθετα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συσσωρευτής