συχνορωτάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συχνορωτάω < λείπει η ετυμολογία

συχνορωτάω

  • υπαβάλλω ερωτήσεις για ένα ή πολλά θέματα που με ενδιαφέρουν επανειλημμένως

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]