σφάκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σφάκα | οι | σφάκες |
γενική | της | σφάκας | των | σφακών |
αιτιατική | τη | σφάκα | τις | σφάκες |
κλητική | σφάκα | σφάκες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σφάκα < αρχαία ελληνική σφάκος[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈsfa.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σφά‐κα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σφάκα θηλυκό
- (φυτό) η κοινή ονομασία για το φυτό ελελίφασκος[2]
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Σφάκα (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σφάκα
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Πηγές
[επεξεργασία]- σφάκα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)