σφέλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σφέλας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σφέλα οι σφέλες
      γενική της σφέλας των σφελών
    αιτιατική τη σφέλα τις σφέλες
     κλητική σφέλα σφέλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σφέλα < σφελίδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σφέλα θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]