σφέλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σφέλα | οι | σφέλες |
γενική | της | σφέλας | των | σφελών |
αιτιατική | τη | σφέλα | τις | σφέλες |
κλητική | σφέλα | σφέλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σφέλα < σφελίδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σφέλα θηλυκό
- (τυρί) ελληνικό λευκό τυρί άλμης Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης από τους νομούς Μεσσηνίας και Λακωνίας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- σφέλα στη Βικιπαίδεια