σφέλτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σφέλτσα οι σφέλτσες
      γενική της σφέλτσας των σφελτσών
    αιτιατική τη σφέλτσα τις σφέλτσες
     κλητική σφέλτσα σφέλτσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σφέλτσα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σφέλτσα θηλυκό

  • Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.