σφαγείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σφαγείο | τα | σφαγεία |
γενική | του | σφαγείου | των | σφαγείων |
αιτιατική | το | σφαγείο | τα | σφαγεία |
κλητική | σφαγείο | σφαγεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σφαγείο < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σφαγείο ουδέτερο
- χώρος όπου σφάζονται τα ζώα
- (μεταφορικά) χώρος μαζικών εκτελέσεων, βασανισμού και διατελέσης εγκλημάτων πολέμου
- (μεταφορικά) πολύνεκρη μάχη