σφονδύλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σφονδύλη < αρχαία ελληνική σφόνδυλος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σφονδύλη θηλυκό
- (εντομολογία) το είδος σκαθαριού Trogida (Trogidae) που τρέφεται από πτώματα και ρίζες