σφονδύλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σφοντύλι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σφονδύλη < αρχαία ελληνική σφόνδυλος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σφονδύλη θηλυκό