σφοντύλιν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σφοντύλιν < ελληνιστική κοινή σφονδύλιον < υποκοριστικό του (αρχαία ελληνική) σφόνδυλος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σφοντύλιν

  1. σφοντύλι
    Τῆς δὲ παιδίσκης καθεζομένης καὶ νηθούσης τὸ λίνον, ἐγένετο τὸ σφοντύλιν τῆς ἀτράκτου αὐτῆς ἐκπεσεῖν καὶ κυλισθὲν εἰσελθεῖν εἰς βαθυτάτην ὀπὴν πρὸς τὸν τοῖχον. (Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περί βασιλείου τάξεως, 53, 325)