σχετικισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σχετικισμός < σχετικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ο σχετικισμός (el) αρσενικό και ο σχετισμός (el) αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σχετικισμός
|