σχηματισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σχηματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σχηματίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]σχηματισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σχηματίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σχηματισμένος
|