σχοινοβάτις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σχοινοβάτις | αἱ | σχοινοβάτιδες | ||||
γενική | τῆς | σχοινοβάτιδος | τῶν | σχοινοβατίδων | ||||
δοτική | τῇ | σχοινοβάτιδι | ταῖς | σχοινοβάτισι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | σχοινοβάτιν | τὰς | σχοινοβάτιδας | ||||
κλητική ὦ! | σχοινοβάτι | σχοινοβάτιδες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σχοινοβάτις < σχοινοβάτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σχοινοβάτις, -ιδος θηλυκό