σωληνάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σωληνάρι | τα | σωληνάρια |
γενική | του | σωληναρίου | των | σωληναρίων |
αιτιατική | το | σωληνάρι | τα | σωληνάρια |
κλητική | σωληνάρι | σωληνάρια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σωληνάρι < σωληνάριο
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /so.liˈna.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σω‐λη‐νά‐ρι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σωληνάρι ουδέτερο
- άλλη μορφή του σωληνάριο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Σωληνάρι (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σωληνάρι
→ δείτε τη λέξη σωληνάριο |
Πηγές[επεξεργασία]
- σωληνάρι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)