σωσίβιος λέμβος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σωσίβιος λέμβος < (καθαρεύουσα) σωσίβιος (επίθετο) & ἡ λέμβος (θηλυκό ουσιαστικό) < αρχαία ελληνική ὁ λέμβος (αρσενικό)
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]σωσίβιος λέμβος θηλυκό (καθαρεύουσα)
Κλίση
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- «σωσίβιος» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .