σύγκλινον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: συγκλῖνον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σύγκλινον ουδέτερο



Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

σύγκλινον (ελληνιστική κοινή)

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του σύγκλινος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σύγκλινος

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]