σύγκρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σύγκρυα, συγκυρία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύγκρια οι σύγκριες
      γενική της σύγκριας των σύγκριων
    αιτιατική τη σύγκρια τις σύγκριες
     κλητική σύγκρια σύγκριες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σύγκρια < συν- + κυρία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σύγκρια θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]