σύμπλοκη ένωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]σύμπλοκη ένωση θηλυκό
- (χημεία), (βιοχημεία), (φαρμακευτική): χημική ένωση που συντίθεται από επιμέρους χημικές ενώσεις διάφορες μεταξύ τους, .
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- οι σύμπλοκες ενώσεις λαμβάνουν ονομασία του βασικού χημικού στοιχείου π.χ. σύμπλοκες ενώσεις βισμουθίου, (όπως π.χ. το τρικαλιούχο δικιτρικό βισμούθιο), σύμπλοκες ενώσεις αργιλίου (όπως π.χ. η σουκραλφάτη), κ.λπ.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σύμπλοκη ένωση