σύνδρομο Down
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σύνδρομο Down < σύνδρομο + John Langdon Down ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Down syndrome)
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
σύνδρομο Down ουδέτερο
- (ιατρική) χρωμοσωμική ανωμαλία, που προκαλεί παρεκκλίσεις στη σωματική διάπλαση, τη νοητική ανάπτυξη και την ψυχοκοινωνική εξέλιξη του ασθενή
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- Τρισωμία 21
- Τρισωμία G
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σύνδρομο Down