σύννομος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σύννομος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

[επεξεργασία]

σύννομος

  • ο νόμιμος, αυτός που είναι σύμφωνος με τους νόμους
    σύννομη πρακτική

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]