σύσπονδος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σύσπονδος < σύν + σπονδή

Επίθετο

[επεξεργασία]

σύσπονδος

  • που μοιράζεται την ίδια σπονδή, πίνει από το ίδιο κύπελλο

Ταυτόσημο

[επεξεργασία]