σώβρακο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σώβρακο τα σώβρακα
      γενική του σώβρακου των σώβρακων
    αιτιατική το σώβρακο τα σώβρακα
     κλητική σώβρακο σώβρακα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
λευκό σώβρακο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σώβρακο < σώ- (εσω-) + βρακ(ί) + -ο

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈso.vɾa.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σώ‐βρα‐κο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σώβρακο ουδέτερο

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Υπερώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]