σώρευσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σώρευσῐς αἱ σωρεύσεις
      γενική τῆς σωρεύσεως τῶν σωρεύσεων
      δοτική τῇ σωρεύσει ταῖς σωρεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σώρευσῐν τὰς σωρεύσεις
     κλητική ! σώρευσῐ σωρεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σωρεύσει
γεν-δοτ τοῖν  σωρευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σώρευσις < σωρεύ(ω) + -σις

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σώρευσις, -εως θηλυκό

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]