τάχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τάχος < αρχαία ελληνική τάχος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τάχος ουδέτερο
- (αρχαιοπρεπές) η ταχύτητα, στην έκφραση εν τάχει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τάχος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
τάχος < ταχύς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τάχος [ᾰ] ουδέτερο
- η ταχύτητα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- τάχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τάχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.