ταβάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ταβάς | οι | ταβάδες |
γενική | του | ταβά | των | ταβάδων |
αιτιατική | τον | ταβά | τους | ταβάδες |
κλητική | ταβά | ταβάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταβάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική tava < περσική تاوه (tāve)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταβάς αρσενικό
- βαθύ ταψί με καπάκι και χερούλια
- αντικολλητικός ταβάς
- διάτρητη μεταλλική πλάκα ψησίματος πάνω σε χόβολη, καστανονταβάς
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)