ταβερνίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ταβερνίτσα | οι | ταβερνίτσες |
γενική | της | ταβερνίτσας | — | |
αιτιατική | την | ταβερνίτσα | τις | ταβερνίτσες |
κλητική | ταβερνίτσα | ταβερνίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταβερνίτσα < ταβέρνα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταβερνίτσα θηλυκό
- μικρή ταβέρνα
Ταυτόσημο
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταβερνίτσα
→ δείτε τη λέξη ταβερνούλα |