ταβερνείον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταβερνείον ουδέτερο
- το ταβερνάκι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταβερνείον
|
ταβερνείον ουδέτερο
|