ταβερνιάρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταβερνιάρης οι ταβερνιάρηδες
      γενική του ταβερνιάρη των ταβερνιάρηδων
    αιτιατική τον ταβερνιάρη τους ταβερνιάρηδες
     κλητική ταβερνιάρη ταβερνιάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ταβερνιάρης < μεσαιωνική ελληνική ταβερνάρης[1] + -ιάρης < λατινική tabernarius < taberna

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ταβερνιάρης αρσενικό (θηλυκό ταβερνιάρισσα)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]