ταιριάζει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ταιριάζει < γ’ ενικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα του ρήματος ταιριάζω

ταιριάζει

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]