τακτικισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τακτικισμός < ιταλική tatticismo < tattica < αρχαία ελληνική τακτική, θηλυκό του τακτικός < τάττω (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τακτικισμός αρσενικό
- (πολιτική) το σύνολο των ενεργειών και των (πολιτικών) συμπεριφορών που βασίζονται στην τακτική και τακτικούς ελιγμούς για την επίτευξη κάποιων επιμέρους στόχων, η κοντόφθαλμη πολιτική χωρίς μακροπρόθεσμη στόχευση και χωρίς στρατηγική
Συγγενικά
[επεξεργασία]- τακτικιστής
- τακτικιστικά
- τακτικιστικός
- τακτικίστρια
- → δείτε τις λέξεις τακτική, τάξη και τάσσω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τακτικισμός