ταλαιπωρούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

ταλαιπωρούμαι < ταλαιπωρώ

ταλαιπωρούμαι

  • κουράζομαι πολύ, σωματικά ή ψυχικά
    Ταλαιπωρείσαι πολύ, ξεκουράσου και λίγο!

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]