ταμειακά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

ταμειακά < ταμειακός

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ταμειακά

έλεγξα τα λογιστικά μου και είμαι ταμειακά εντάξει

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ταμειακά