ταμιευτήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταμιευτήρας < αρχαία ελληνική ταμιεύω (σήμαινε εκταμιεύω) για να αποδοθεί ο γαλλικός όρος réservoir
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταμιευτήρας αρσενικό